- κέρσα
- κέρσα· Ἀσιανὸν νόμισμα, Hsch. [full] κερσαῖον, τό, Egyptian coin, Id.A s.v. κορσίπιον. [full] κέρσης· γάμος (leg. γάλλος), Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κέρσα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «Ἀσιανόν νόμισμα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αν πρόκειται για ελλ. προελεύσεως λ., πιθ. να συνδέεται με το κείρω «κόβω» (προβλ. και κέρμα)] … Dictionary of Greek
κέρσα — κείρω kṛṇā´ti aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρσας — κέρσᾱς , κείρω kṛṇā´ti aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) κείρω kṛṇā´ti aor ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)